Ο λόφος του Κεφάλου
Ο λόφος του Κεφάλου, κατά τον Δημήτριο Πασχάλη «ευδιάκριτον ακταίον βουνόν», στην ανατολική Πάρο είναι ένα από τα πιο επισκέψιμα μέρη του νησιού. Το γεωμετρικό σχήμα του, τα ερείπια του μεσαιωνικού κάστρου με τον Αντικέφαλο απέναντι, το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου από τον 16ο αιώνα στην κορυφή του, η παραλία του Μώλου στους πρόποδες των δύο λόφων και η θέα της ΝΑ Πάρου και του πελάγους συνθέτουν ένα εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς τοπίο με ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον.
Το όνομα Κέφαλος του ομώνυμου λόφου, το οποίο επεκτάθηκε αργότερα στην περιφέρεια των κάτω χωριών του νησιού, έχει προέλευση προελληνική. Ο Κέφαλος ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδίωνα, επώνυμος ήρωας του δήμου Κεφαλής της Αττικής αλλά και της Κεφαλονιάς. Με το ίδιο όνομα υπάρχουν ακρωτήρια σε νησιά του Αιγαίου, όπως στην Ίμβρο, την Σκιάθο, την Κύθνο και αλλού. Παλαιότερη αναφορά του ονόματος βρίσκουμε σε σιγίλλιο του Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ το 1593, σε επιγραφές τού 17ου αιώνα, σε κείμενα του C. Buondelmonti, του J. P de Tournefort (18ου αιώνα) και σε ταξιδιωτικά βιβλία των Δ. Τάγια, Marco Boschini, V. Coronelli, C. Gouffier, L. Ross, C. Hopf και άλλων. Σύμφωνα με τον Παριανό φιλόλογο Ιωάννη Πρωτόδικο, η ονομασία Κέφαλος προέρχεται από το ομώνυμο ψάρι.
Η πρόσβαση στο μοναστήρι πραγματοποιείται από δύο μονοπάτια που ξεκινούν το ένα από την Μάρπησσα και το άλλο από τα Μάρμαρα. Υπάρχει και αμαξωτός δρόμος από την Μάρπησσα. Με τα πόδια ή με αυτοκίνητο η ανάβαση αποτελεί ξεχωριστή εμπειρία για τον επισκέπτη και αξίζει τον κόπο.
Στην κορυφή του λόφου, που έχει ύψος 229 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, εκτός από την εκπληκτική θέα και το γραφικό μοναστήρι του 16ου αιώνα, ο επισκέπτης βρίσκεται ανάμεσα σε ερείπια εκκλησιών, οχυρωματικών πύργων, δεξαμενών και οικιών που χρονολογούνται από την περίοδο της Ενετοκρατίας, μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα. Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι, την περίοδο της Ενετοκρατίας, υπήρχε η κατοικία του ηγεμόνα ή άρχοντα του νησιού.
Στον λόφο του Κεφάλου, στο μοναστήρι και τα ερείπια του κάστρου, βρίσκονται εντοιχισμένα ή διάσπαρτα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά και γλυπτά μέλη (αρχαϊκά κιονόκρανα με κίονα, ανάγλυφη επιτύμβια πλάκα και άλλα) που προέρχονται από αρχαία κτίσματα. Πιστεύεται ότι η παρουσία τους στην κορυφή του λόφου αποτελεί ένδειξη ύπαρξης προχριστιανικού κτηρίου ή και κτηρίων. Όταν αυτά καταστράφηκαν, κατά πάσα πιθανότητα τους μεταβυζαντινούς χρόνους, με τα υλικά τους χτίστηκε ο ναός του Αγίου Αντωνίου.
Σε περιγραφές του 1584 αναφέρεται ότι «η Πάρος έχει χώρα μία και κάστρα δύο, Παροικία επισκοπάτο, Κέφαλος κάστρο, Αγόστα». Επίσης, ο William Miller αναφέρεται σε κάστρα ενετικά, μεταξύ των οποίων το ισχυρότερο ήταν το κάστρο τού Κεφάλου, το οποίο «ο Nicolo Sommaripa είχε χτίσει περί το 1500 για έδρα του, σε ένα ψηλό βράχο πάνω από τη θάλασσα».
Είναι γνωστό ότι οι Ενετοί, όταν κατέλαβαν την Πάρο, οχύρωσαν την Παροικία χτίζοντας το κάστρο ως κατοικία του ηγεμόνα και διοικητική έδρα του νησιού το 1260.
Το κάστρο τής Νάουσας χτίστηκε στα τέλη του 13ου με αρχές 14ου αιώνα, τότε που προστέθηκε στην είσοδο του λιμανιού ο χαρακτηριστικός κυκλικός πύργος.
Το κάστρο του Κεφάλου έχει κατασκευαστικές και άλλες ομοιότητες με τα κάστρα της Ενετοκρατίας στο Αιγαίο. Με δεδομένα το εμβαδόν του και τη διάταξη των ερειπίων, θα μπορούσαν να παραμείνουν εκεί 1.000 με 1.500 άτομα σε ειρηνική ή πολεμική περίοδο. Η ακριβής ημερομηνία κτήσης του δεν είναι γνωστή.
Όταν ο Φλωρεντινός ιερωμένος C. Buondelmonti επισκέφθηκε την Πάρο γύρω στα 1415-1420, υπήρχε ήδη ως οχυρωμένη θέση. Ο ίδιος αναφέρει ότι «το κάστρο βρισκόταν σε έναν απότομο λόφο». Η ύπαρξή του επιβεβαιώνεται ήδη από τις αρχές του 15ου αιώνα στην εντοιχισμένη επιγραφή πάνω από την πόρτα του ναού του Ευαγγελισμού. Εκεί μνημονεύονται τα ονόματα των κτητόρων και αναφέρεται το 1410 ως έτος ίδρυσής του.
Η πρώτη φάση κτήσης των οχυρώσεων του κάστρου, σύμφωνα με τον καθηγητή βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου Αθανάσιο Βιώνη, μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 13ου αιώνα. Το εξωτερικό αμυντικό τείχος πρέπει να χτίστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα από τον Νicolo Sommaripa, ο οποίος μετέφερε την έδρα της διοίκησης από το κάστρο της Παροικιάς σε αυτό του Κεφάλου. Αρχαιολογικά ευρήματα (κεραμική επιφανείας) μαρτυρούν τη συνέχεια της κατοίκησης του χώρου από τα τέλη του 14ου έως τις αρχές του 16ου αιώνα.
Το κάστρο πολιορκήθηκε και κυριεύτηκε τελικά από τον Η. Barbarossa το 1537.
Σύμφωνα με τον William Miller, σχετικά με την τελευταία επική σελίδα της Ενετοκρατίας, «έχοντας κάνει μία τόσο εύκολη κατάκτηση των μικρότερων νησιών ο Βarbarossa παρουσιάστηκε στην Πάρο και διέταξε την παράδοσή της. Ο Bernardo Sagredo, βαρώνος του νησιού, αποφασισμένος να μην υποκύψει, άφησε το κάστρο της Άγουσας (Νάουσας) στον εχθρό και κλείστηκε με τη μικρή δύναμη που διοικούσε στο οχυρό κάστρο του Κεφάλου, όπου όχι μόνο αντιστάθηκε μερικές μέρες, αλλά έκανε και αποτελεσματικές εξόδους εναντίον των πολιορκητών. Έλλειψη όμως μπαρούτης τον ανάγκασε να παραδοθεί. Η γυναίκα του Cecilia Venier αφέθηκε να επιστρέψει στη Βενετία και ο Sagredo ελευθερώθηκε αργότερα από Ραγούζο ναύτη που είχε ευεργετήσει στο παρελθόν ως κωπηλάτη σε μία γαλέρα που κυβερνούσε. Οι Παριανοί, περίπου 6.000, σφαγιάστηκαν ή εξανδραποδίστηκαν. Παρά την προσπάθεια του Sagredo να επανακτήσει το χαμένο νησί του με προσφορά φόρου, η Πάρος παρέμεινε στον σουλτάνο με τη συνθήκη του 1540».
O Ανδρέας Kορνάρος αναφέρει ότι, για να πολιορκηθεί το κάστρο, ο Barbarossa έβγαλε στη στεριά τα πυροβόλα των πλοίων του. Μετά την κατάκτηση και την καταστροφή του, ο Κέφαλος εγκαταλείφθηκε και από τότε δεν κατοικήθηκε.
Από το κάστρο σώζονται μόνο ερείπια διάσπαρτα σε όλη την έκταση γύρω από την κορυφή του λόφου. Το κάστρο αποτελείτο από δύο τμήματα και προστατευόταν από εσωτερικό και εξωτερικό αμυντικό τείχος. Τα ερείπια, σωροί από πέτρες των εσωτερικών και εξωτερικών τειχών του, χωρίζουν τον χώρο σε δύο επίπεδα. Στο ψηλότερο σημείο υπήρχαν περιτειχισμένα ο καθολικός μητροπολιτικός ναός και η κατοικία του άρχοντα με τα απαραίτητα βοηθητικά κτήρια. Διέθετε, επίσης, σειρές από μονόχωρα σπίτια, εφαπτόμενα στο εξωτερικό τείχος.
Για τη μεγάλη ποικιλία κτισμάτων στον λόφο του Κεφάλου ο καθηγητής Μανώλης Σέργης έγραψε: «η περίπτωση του λόφου του Κεφάλου είναι χαρακτηριστική περίπτωση που αποδεικνύει εμφανέστατα αυτό που λέμε για τον τόπο μας «αδιάσπαστη πολιτιστική συνέχεια» ή «επάλληλα πολιτιστικά στρώματα». Αρχαία κτίσματα, ρωμαϊκά, μεσαιωνικά, φραγκικά, όλα παγανιστικά και πάνω τους η εξαγνιστική επίδραση των χριστιανικών. Στρώματα διαφορετικών πολιτισμών στον ίδιο χώρο, που συνεργάστηκαν άλλοτε ομαλά και άλλοτε βίαια…»
Τα τείχη
Τα εξωτερικά τείχη, σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση, περιέκλειαν και οχύρωναν την κορυφή του λόφου, συνολικού εμβαδού 35.000 τετραγωνικών μέτρων. Σύμφωνα με τον καθηγητή Αθανάσιο Βιώνη, φαίνεται να χτίστηκαν σε δύο φάσεις, προγενέστερα του σημερινού μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου.
Ο διπλός περίβολος διέθετε επτά πύργους προστατεύοντας αποτελεσματικά τους αμυνόμενους από τις επιδρομές. Ερείπια των τειχών διατηρούνται μέχρι σήμερα (6 – 7 μ ύψους και πάχους 1,5 μ). Τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό τείχος ήταν ενισχυμένα με πύργους στις γωνίες και χτισμένα με ακατέργαστες πέτρες. Κατά τον Robert Sauget το κάστρο διέθετε οκτώ κανόνια.
Τα παρεκκλήσια
Mονόκλιτες καμαροσκέπαστες εκκλησίες, εννέα τον αριθμό, είναι κτισμένες κατά ζεύγη μέσα στον περίβολο του κάστρου. Μόνο μία έχει ανακαινισθεί, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό τής Θεοτόκου και είναι χρονολογημένη, βάσει του υπέρθυρού της, το 1410. Οι άλλες βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση. Οι διαστάσεις τους είναι περίπου 7Χ3,5 μ. Έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων κτηρίων και έγχρωμοι πωρόλιθοι με άγνωστη προέλευση. Σε κάποιους από τους μικρούς ναούς υπάρχουν ίχνη αγιογραφιών, τοιχογραφιών και δυσδιάκριτων επιγραφών. Σε ένα από αυτούς, νοτίως τού σημερινού μοναστηριού, υπάρχουν σχέδια πλοίων που ομοιάζουν με ανάλογα που βρίσκονται σε παλαιότατο ξωκλήσι στο Αφουκλάκι τής Πάρου και σε άλλο στην Αμοργό, μοναδικά στο Αιγαίο. Για τη συνήθεια να απεικονίζουν και να αφιερώνουν πλοία οι ναυτικοί σε τοίχους εκκλησιών υπάρχει σχετική μελέτη τού Μιχαήλ Γούδα.
Οι δεξαμενές νερού
Τρεις δεξαμενές νερού, οι οποίες εξασφάλιζαν την ύδρευση του κάστρου του Κεφάλου, έχουν εντοπιστεί στα ερείπια. Η μεγαλύτερη βρισκόταν στο κτηριακό συγκρότημα της κατοικίας του άρχοντα στην κορυφή του λόφου, πιθανόν στο υπόγειο κάποιου πύργου. Τα ερείπια της δεύτερης και μικρότερης δεξαμενής βρέθηκαν νοτιοδυτικά του ναού του Ευαγγελισμού. Η τρίτη δεξαμενή βρίσκεται δίπλα στα ερείπια της νότιας πύλης.
Το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου
Ο ναός του Αγίου Αντωνίου είναι το Καθολικό ομώνυμου μοναστηριού που διαθέτει μερικά κελιά και άλλους βοηθητικούς χώρους. Χτίστηκε γύρω στο 1580 και καταλαμβάνει σήμερα την κορυφή τού λόφου. Είναι ανακαινισμένο και από αυτό πήρε τη δεύτερη ονομασία του ο λόφος.
Στο μοναστήρι και τα ερείπια του κάστρου, βρίσκονται εντοιχισμένα ή διάσπαρτα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά και γλυπτά μέλη που προέρχονται από αρχαία κτίσματα.
Πηγή: Αρχείο Σωματείου «Διαδρομές στη Μάρπησσα»
Οι πληροφορίες για τις αρχές της ιστορίας του είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ο καθηγητής Νίκος Χ. Αλιπράντης, έχοντας μελετήσει συστηματικά έγγραφα του τέλους του 16ου αιώνα, αναφέρει ότι διέθετε σημαντική κτηματική περιουσία. Σχετικές καταγραφές στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, από τον 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα, βεβαιώνουν την ύπαρξή της. Μνημονεύονται ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων, λαϊκοί και ιερωμένοι, που πωλούν και αγοράζουν με αγοραστή ή πωλητή το μοναστήρι.
Στην αρχή λειτούργησε μάλλον ως ιδιόρρυθμη μονή. Στη συνέχεια, έλαβε κοινοβιακή υπόσταση. Το 1644 αναφέρεται σε σιγίλλιο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παρθενίου και ανακηρύσσεται ως «πατριαρχική και σταυροπηγιακή ελεύθερη μονή του Αγίου Αντωνίου».
Το μοναστήρι προστατευόταν και ενισχυόταν με χρήματα και δωρεές από την οικογένεια του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένους, ο οποίος είχε καταγωγή από τα Μάρμαρα της Πάρου.
Για την καλή διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Αγίου Αντωνίου φρόντιζε ανέκαθεν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στο οποίο υπαγόταν.
Ο Άγιος Αντώνιος υπήρξε, σύμφωνα με σιγίλλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, «φυτώριον παιδείας» και είχε σχέση με το «Ελληνικόν Φροντιστήριον» της Άνδρου, χάρη στη φροντίδα και τις ενέργειες της οικογένειας Μαυρογένους. Από εκεί στέλνονταν «διδάσκαλοι εν Πάρω, όπως ούτοι διδάξουν τα γραμματικά μαθήματα και την εγκύκλιον πάσαν παιδείαν προς χάριν μαθήσεως φοιτώντας νέους αυτόχθονάς τε και ξένους λαμβάνοντες τον συμφωνούμενον μισθόν εκ των προσόδων του ιερού μονυδρίου».
Η μονή του Αγίου Αντωνίου διέθετε αρκετή περιουσία. Προσέφερε από το 1819 μέχρι το 1833, που το κράτος παρέλαβε τη φροντίδα των σχολείων (μισθούς δασκάλων, ενοικιάσεις κτηρίων κλπ), εθνικές υπηρεσίες διαθέτοντας τα εισοδήματά της «εις εκπαίδευσιν της νεολαίας της νήσου», όχι μόνο για το σχολείο του Κεφάλου αλλά και για τα άλλα σχολεία του νησιού.
Το 1893 αναφέρεται σε υπόμνημα του δημάρχου Πάρου Ιωάννη Κ. Μάτσα ότι ο Άγιος Αντώνιος και τα κληροδοτήματά του (κτήματα, γαίες, βοσκοί κλπ) είχαν αφιερωθεί στον ναό της Παναγίας Εκατονταπυλιανής, ο οποίος καρπωνόταν τα έσοδα προκειμένου «να καλλωπίζεται και συντηρείται ο Ναός και ο Δήμος…»
Στη διάρκεια της Επαναστάσεως τέθηκε θέμα ιδιοκτησίας της μονής από την ηρωίδα Μαντώ Ν. Μαυρογένους αλλά και τη συγγενή της Ραλλού Σούτζου. Το 1823 κάτοικοι των χωριών του Κεφάλου, απευθυνόμενοι προς τον Υπουργό Θρησκείας, διαμαρτύρονται κατά της κυρίας «Μαδώς του Μαυρογένη» για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του μοναστηριού.
Μέχρι το 1836 συνεχίστηκαν οι διαμάχες για το ιδιοκτησιακό καθεστώς και υπάρχουν σχετικά έγγραφα από άρχοντες, επιτρόπους, κληρικούς και άλλους παράγοντες των κάτω χωριών που επιχειρηματολογούν.
Το 1834, με βασιλικό διάταγμα, ο Άγιος Αντώνιος έπαψε να υφίσταται ως οργανωμένη μονή, επειδή δεν διέθετε «πέραν των έξι μοναχών». Από το 1836 η μονή και τα κτήματά της περιέρχονται στους εκάστοτε ενοικιαστές της.
Το 1840 η κινητή περιουσία της μονής (εκκλησιαστικά σκεύη, αντικείμενα και έγγραφα) περιήλθε στο Κράτος, στο κεντρικό ταμείο τού Υπουργείου Οικονομικών, με πρωτόκολλο που υπεγράφη από τον Δήμαρχο Μάρπησσας Νικόλαο Βατιμπέλλα.
Ο ναός
Ο ναός ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, με εσωτερικές διαστάσεις 13Χ7,5 μ. Στην είσοδό του υπάρχει μαρμάρινο υπέρθυρο με σταυρό μέσα σε κύκλο φέρει τα γράμματα ΙC ΧC NIKA.
Έχει αγιογραφηθεί δύο φορές, την πρώτη τον 16ο αιώνα και τη δεύτερη τον 18ο αιώνα. Υπάρχουν αγιογραφίες διαφόρων εποχών, οι περισσότερες κατεστραμμένες. Σήμερα, λίγα δείγματα από τον διάκοσμο σώζονται και οι αγιογραφίες έχουν φθαρεί από τον χρόνο και έχουν επιζωγραφιστεί «οικτρώς», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Ορλάνδος. Οι μεταγενέστερες αγιογραφίες έχουν λαϊκό ύφος και ομοιάζουν με εκείνες άλλων ναών στην Πάρο. Δύο από τις πιο χαρακτηριστικές χρονολογούνται η μία τον 16ο αιώνα και η άλλη τον 18ο αιώνα και απεικονίζουν πολυπρόσωπη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας.
Ο μαρμάρινος άμβωνας στηρίζεται σε ανεστραμμένο ιωνικό κίονα και είναι διακοσμημένος στα θωράκιά του με ανάγλυφο σταυρό και εξαπτέρυγα. Ανάγλυφα σχέδια και οικόσημα κοσμούν τους τάφους των κτητόρων στο δάπεδο. Υπάρχουν επιγραφές με ημερομηνίες από το παρελθόν της μονής σε διάφορα σημεία του ναού.
Το τέμπλο, από τα ωραιότερα και καλύτερα διατηρημένα τέμπλα της Πάρου, χρονολογείται από τον 17ο αιώνα. Είναι ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο με ύψος 3 μ και πλάτος 3.25 μ. Απολήγει σε ξυλόγλυπτες φυτικές διακοσμήσεις και στο μέσον του στηρίζεται ο ξυλόγλυπτος επίχρυσος Σταυρός. Οι φορητές εικόνες του είναι η Παναγία Πανάχραντος, ο Χριστός Παντοκράτωρ, ο Άγιος Αντώνιος, ο Άγιος Ιωάννης Θεολόγος, ο Μυστικός Δείπνος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος και ο Άγιος Άνθιμος. Υπάρχουν και άλλες εικόνες στο θωράκιο του τέμπλου.
Το κιβώριο, έργο του 18ου αιώνα, είναι επιχρυσωμένο και σε σχήμα παραλληλόγραμμο. Για το μαρμάρινο αρτοφόριο δεν είναι γνωστό αν ανήκε στον συγκεκριμένο ναό ή σε άλλον προϋπάρχοντα.
Τα εκκλησιαστικά βιβλία και άλλα κειμήλια του μοναστηριού φυλάσσονται στο Εκκλησιαστικό Μουσείο Μάρπησσας.
…αντί επιλόγου…
Στις μέρες μας, αντιφατικά συναισθήματα κυριεύουν τον επισκέπτη που ανηφορίζει τον λόφο τού Αγίου Αντωνίου. Η ανάβαση τού χαρίζει την αίσθηση της ανυψώσεως πάνω από τα γήινα. Η περιδιάβασή του, όμως, στον περίγυρο του κάστρου μέσα από σωρούς ερειπίων, τον γεμίζει θλίψη για όσα εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους.
Όνειρο και προσδοκία όλων η αναστήλωση του κάστρου – έστω και τμηματική – που θα δίνει στον επισκέπτη μια καθαρή εικόνα του παρελθόντος…
Πηγές
Αλιπράντης, Ν. Χρ. (2017) Η ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου Μαρπήσσης Πάρου και το Κάστρο του Κεφάλου: Ιστορία – Τέχνη – Έγγραφα. Αθήνα: Έκδοση Ιστορικού Μονυδρίου Αγίου Αντωνίου Μαρπήσσης Πάρου
Βιώνης, Α.K. (2016) «Το μεσαιωνικό κάστρο του Κέφαλου στην Πάρο», Parola, τεύχος 8, σ. 44-52. Διαθέσιμο στο issuu.com
Vionis, A.K. (2006) “The thirteenth-to-sixteenth-century Kastro of Kephalos: a contribution to the archaeological study of medieval Paros and the Cyclades”, Annual of the British School at Athens. Vol. 101, pp. 459-492. Διαθέσιμο στο www.jstor.org