Το φαινόμενο της πίστης στην αστρολογία έχει βαθιές ρίζες. Αυτή η μορφή της μαντείας ξεκίνησε από τους λαούς της Μεσοποταμίας, επειδή εκεί, σε αντίθεση με την αρχαία Ελλάδα, επικρατούσε η δύναμη του ιερατείου και όχι ο ορθολογισμός των φυσικών φιλοσόφων.
Έτσι η σύνδεση αστρονομίας – θρησκείας, η οποία είναι εμφανής στα ονόματα των πλανητών (π.χ., Αφροδίτη, Άρης, Δίας κτλ.), σε συνδυασμό με την άγνοια της ασήμαντης θέσης που έχει η Γη στο Σύμπαν, οδήγησε στην αντίληψη ότι οι πλανήτες επηρεάζουν τη ζωή μας. Αν όμως οι ρίζες της αστρολογίας βρίσκονται στους ιερείς των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων, η άνθησή της πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη ότι η αστρολογία είχε διαμορφωθεί σε πολύ παλιά χρόνια και έτσι έχει συσσωρευμένη τη “σοφία” και την εμπειρία πολλών χιλιετιών. Όμως στηρίζεται στα διασωθέντα, από την αρχαιολογική σκαπάνη, κείμενα αστρολογικών προβλέψεων, από τα οποία βγαίνουν δύο σημαντικά συμπεράσματα:
(α) Οι αστρολογικές προβλέψεις των λαών της Μεσοποταμίας έχουν τη μορφή “χρησμών” (ανάλογων με αυτούς που έδινε η δική μας Πυθία) ενώ τα πρώτα ωροσκόπια εμφανίζονται στους ελληνιστικούς χρόνους.
(β) Ο αριθμός των διασωθέντων κειμένων της ελληνιστικής περιόδου είναι μία τάξη μεγέθους μεγαλύτερος από τον αριθμό των κειμένων ασσυριακής και βαβυλωνιακής προέλευσης.
Το συμπέρασμα είναι πως η σημασία της θέσης των πλανητών για τη συγγραφή ωροσκοπίων δεν προέρχεται από την πείρα των λαών της Μεσοποταμίας, που έφθασε μέσα από την παράδοση μέχρι την εποχή μας, αλλά από συλλογισμούς που έκαναν οι αστρολόγοι των ελληνιστικών χρόνων, προφανώς αυθαίρετα.