Μπορεί να μην είναι ξεκάθαρο πού εμφανίστηκε για πρώτη φορά η τράπουλα, αλλά είναι βέβαιο ότι έχει κατακτήσει όλο τον κόσμο. Στον ελληνικό χώρο, πάντως, η τράπουλα έχει τη δική της… ιστορία, που αρχίζει πριν ακόμα συσταθεί το ελληνικό κράτος, καθώς με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 εμφανίζονται οι πρώτες καθαρά ελληνικές τράπουλες με μορφές των ηρώων της Επανάστασης.
Ετσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πρόγονοί μας (θα μπορούσαν να) κέρδιζαν με… φουλ του Κολοκοτρώνη με δύο Καραϊσκάκηδες ή με καρέ του Μιαούλη με έναν Μακρυγιάννη!
Βέβαια υπήρξαν και άλλες εγχώριες ιδιαιτερότητες, με τον «διχασμό» που προκάλεσαν, το 1884, τα πρώτα τραπουλόχαρτα του μονοπωλίου ή όταν, κατά τη δικτατορία Μεταξά, υπήρξαν σκέψεις να προωθήσουν την εθνική διαπαιδαγώγηση μέσω της τράπουλας…
Πάντως, στην Ελλάδα φαίνεται ότι η τράπουλα ήρθε από τη Δύση, αρχικά στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα.
Αντίθετα, στην Ευρώπη ήρθε από την Ανατολή, άγνωστο πότε και από ποιους. Αλλωστε για την πατρότητά της ερίζουν τέσσερις λαοί, Αραβες, Αιγύπτιοι, Ινδοί και Κινέζοι.
Ωστόσο, η κρατούσα άποψη και με τα περισσότερα επιχειρήματα είναι αυτή που συνδέει την τράπουλα με την Κίνα, όπου εφευρέθηκε και το χαρτί. Εκεί λοιπόν φαίνεται πως εμφανίστηκαν για πρώτη φορά παιγνιόχαρτα μεταξύ 7ου και 10ου αιώνα, τα οποία -σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς- στην αρχή χρησιμοποιούνταν και ως χαρτονομίσματα.
Η πρώτη αναφορά για την εμφάνιση τράπουλας στην Ευρώπη αφορά την Ιταλία το 1299 και ακολουθούν πολλές αναφορές στον 14ο αιώνα, αρχής γενομένης από τη Γαλλία, όπου υπάρχει χειρόγραφο των αρχών του αιώνα και διασώζεται ένα ποίημα του 1328.
Για τη χρήση τράπουλας στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υπάρχει κάποια μαρτυρία (π.χ. από περιηγητές), χωρίς αυτό να αποδεικνύει με βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε.
Αντίθετα, χαρτιά παίζονταν στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα, απ’ όπου στη συνέχεια η συνήθεια πέρασε σε περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας με τραπουλόχαρτα ενετικού τύπου με αρχαιοπρεπείς παραστάσεις.
Οι πρώτες τράπουλες με ελληνικό «χρώμα» κυκλοφόρησαν, μετά την Επανάσταση του 1821 και είχαν μορφές των ηρώων του Αγώνα. Η παλαιότερη εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε στη Γερμανία το 1822, σύμφωνα με το φιλελληνικό κλίμα της εποχής.
Οπως έγραψε η αρχαιολόγος Βάνα Μπουσέ («Αρχαιολογία & Τέχνες», τ. 59, Ιούνιος 1996) η τράπουλα αποτελούνταν από 52 παιγνιόχαρτα, των οποίων τα σχέδια αποτυπώθηκαν με χαρακτική και επιχρωματίστηκαν με το χέρι.
Ρηγάδες ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (σπαθί), ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (καρό), ο Γιωργάκης Ολύμπιος (μπαστούνι) και ο Γεώργιος Καντακουζηνός (κούπα), διοικητής του Σώματος των Ιερολοχιτών.
Ντάμα κούπα ήταν η Μπουμπουλίνα, μπαστούνι η αδελφή των Υψηλάντηδων, βαλές καρό ο «Μοραΐτης», που εμφανίζεται απλά ντυμένος και οπλισμένος και βαλές μπαστούνι ο «Υδραίος», ντυμένος με στολή λευκογάλαζη, κόκκινο ζωνάρι και κοντό κίτρινο μανδύα.
Η αμέσως επόμενη, χρονικά, ελληνική τράπουλα, που είναι και η πιο γνωστή, τυπώθηκε το 1829 στην Ουγγαρία. Ηταν γαλλικού τύπου και είχε ως φιγούρες εικόνες όπως των: Καποδίστρια (ρήγας κούπα), Κουντουριώτη (ρήγας σπαθί), Μαυροκορδάτου (ρήγας καρό), Υψηλάντη (ρήγας μπαστούνι), της Ελλάδας (ντάμα κούπα), της Αθηνάς (ντάμα καρό), της Καρτερίας (ντάμα μπαστούνι) και των Μιαούλη (βαλές κούπα), Κολοκοτρώνη (βαλές σπαθί), Μπότσαρη (βαλές καρό) και Κανάρη (βαλές μπαστούνι). Αυτά τα 11 σωζόμενα φύλλα βρίσκονται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών.
Πάντως, σε πολλά κράτη κατασκευάστηκαν παιγνιόχαρτα που απεικόνιζαν ιστορικά γεγονότα, όπως μια εντυπωσιακή ροζ και χρυσή τράπουλα, που κυκλοφόρησε στην Αγγλία το 1892 για την 54η επέτειο της ενθρόνισης της βασίλισσας Βικτωρίας, το 1912 για την ανακάλυψη του Νότιου Πόλου, το 1933 για την πτήση πάνω από το Εβερεστ κ.ά.
Για αρκετά χρόνια στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος χρησιμοποιήθηκαν τράπουλες με φιγούρες από τη μυθολογία. Οπως έγραφε, το 1957, ο αξέχαστος Φρέντυ Γερμανός σε ένα σπαρταριστό ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ελευθερία» οι τέσσερις βαλέδες ήταν π.χ. οι Ορέστης, Πυλάδης, Αμφίων και Τίθος και επάνω στα φύλλα ήταν τυπωμένα διάφορα ρητά, όπως «Θύε τη τύχη» κ.ά.
Αυτά μέχρι το 1884, οπότε με απόφαση της κυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη οι τράπουλες υπήχθησαν στα είδη του μονοπωλίου και άρχισαν να κατασκευάζονται στην Ελλάδα. Ηταν γαλλικού τύπου, με πολύ καλό χαρτί, ζωηρά χρώματα και πλήρες σχέδιο των εικόνων. Ωστόσο, κάποιοι αυτοσχεδιασμοί του Γάλλου σχεδιαστή προκάλεσαν αναταραχή στον χαρτοπαικτικό κόσμο. Για παράδειγμα, ο βαλές εμφανιζόταν χωρίς μουστάκι με αποτέλεσμα να μπερδεύεται με την ντάμα. Γι’ αυτό, όπως έγραφε, στις αρχές του 1885, η «Εφημερίς» «εις τα λέσχας επεκράτει μεγάλη αναστάτωσις και δυσφορία» και προκαλούνταν πολλοί καβγάδες.
Η αναταραχή συνεχίστηκε με μεγάλη ένταση και διαφορετικές απόψεις μεταξύ των παικτών, άλλοι υπέρ των νέων σχημάτων και άλλοι κατά. Κάποιοι «χαμένοι» έκαναν διάβημα στην κυβέρνηση για να διορθωθούν οι ατέλειες, όπως και έγινε. Ετσι, επικράτησαν, τελικά, οι τράπουλες που γνωρίζουμε.
Πολύ αργότερα, μεταπολεμικά, άρχισαν να εισάγονται, παράνομα, από το εξωτερικό, τράπουλες με αισθησιακές εικόνες, περισσότερο για την ψυχαγωγία του αντρικού πληθυσμού.
Το 1937 έφτασαν να πωλούνται κάθε χρόνο 700.000 τράπουλες. Η διάδοση της χαρτοπαιξίας, παρά τις κατά καιρούς απαγορεύσεις, έδωσαν τη… φαεινή ιδέα σε παράγοντες της δικτατορίας Μεταξά να δημιουργήσουν τράπουλες με φιγούρες «περισσότερον ελληνοπρεπείς», όπως έγραφαν εφημερίδες.
Οι φιγούρες θα είχαν «πρόσωπα από την ελληνικήν ύπαιθρον» με «αμφιέσεις από ελληνικά κοστούμια φυλασσόμενα εις το Μουσείον Μπενάκη».
Ετσι, ο ρήγας θα απεικόνιζε ένα φουστανελοφόρο τσέλιγκα με κόκκινο φέσι, η ντάμα μια ροδοκόκκινη βλαχοπούλα με παραδοσιακό μαντίλι στο κεφάλι και χρυσοκέντητο «σεγκούνι» και ο βαλές ένα αμούστακο βοσκόπουλο από την Κρήτη με μια κάπα ριγμένη στην πλάτη και κρητικό μαντίλι στο κεφάλι.
Ομως, θα υπήρχαν και άλλες αλλαγές, καθώς ο βαλές σπαθί δεν θα είχε το γνωστό σηματάκι, αλλά το βοσκόπουλο από την Κρήτη θα κράταγε ένα σπαθί. Δεν γνωρίζουμε τι θα κρατούσε στην κούπα ή στο καρό.
Τελικά, το σχέδιο της εθνικής διαπαιδαγώγησης μέσω της τράπουλας δεν υλοποιήθηκε και δεν κυκλοφόρησαν αυτά τα παιγνιόχαρτα, αλλά η δικτατορία στράφηκε στα οικονομικά οφέλη και επέβαλε στην τιμή πώλησης της τράπουλας ειδικό τέλος υπέρ της Κοινωνικής Πρόνοιας.
Ωστόσο, η χαρτοπαιξία ουδέποτε περιορίστηκε ενώ κατά περιόδους νέα παιχνίδια κέρδιζαν την προτίμηση των παικτών.
Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα ιδιαίτερα δημοφιλή ήταν τα ξεχασμένα και άγνωστα πλέον «πασέτα», που παιζόταν κατά κόρον σε σπίτια και λέσχες, το «μάους», η «μπάτσικα», κάτι σαν το «31», ο «φαραώ», ο «λασκινές» ή «λανσχανέ», το «πλουσέρ», το «πιεσιγρού» και το «σκαμπίλι», ένα παιχνίδι που παιζόταν από δύο ή από τέσσερα άτομα σε ζευγάρια.
Αντίθετα, ο «μπακαράς», το γνωστό σεμέν ντε φερ, όχι μόνο… επιβίωσε, αλλά από παιχνίδι των «γερών πορτοφολιών» έγινε, την περίοδο του Μεσοπολέμου, ένα παιχνίδι για όλους, παίρνοντας εκείνη την εποχή τη θέση του δίπλα στα… εισαγόμενα πόκερ, πόκα και ραμί.
Σταθερή αξία στο «βασίλειο» του τζόγου ήταν το «τριανταένα», ενώ το τεχνικό μπριτζ, που απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις, άσκηση και πολλές ικανότητες, δεν το προτιμούσαν τις εορταστικές ημέρες, στις οποίες… βασίλευε η θεά Τύχη.
Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 κυριάρχησε το «κουμ καν», το οποίο τη δεκαετία του 1980 μετεξελίχθηκε στον «Θανάση».
Αργότερα έκανε την εμφάνισή του το «στούκι», μια άλλη παραλλαγή του «31» και η «μπιρίμπα», η οποία θα κυριαρχήσει ενώ θα περιοριστεί η πόκα. «Σταθερή αξία» παραμένει στα καφενεία η τεχνική πρέφα.