Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στα νησιά του Αιγαίου (1207-1566), νοταριακά έγγραφα αποδεικνύουν την αρμονική σχέση που επιτεύχθηκε μεταξύ των ντόπιων κατοίκων και ορισμένων Καταλανών. Συχνές αναφορές γίνονται σε ιδιώτη, ο οποίος ζητούσε άδεια για την κατάκτηση νησιών, αλλά και σε ιδιώτες που είχαν εμπορικές σχέσεις με τα νησιά του Αιγαίου.
Δεν ήταν λίγες οι φορές, όμως, που οι καταλανικές δυνάμεις προέβαιναν σε λεηλασίες μέσω πειρατειών. Το 1306 έγινε η πρώτη εμφάνιση καταλανικών πλοίων στις Κυκλάδες. Κρίθηκε, συνεπώς, απαραίτητη η ενίσχυση της άμυνας των νησιών αυτών έναντι των πειρατειών. Το 1325, οι Τούρκοι και οι Καταλανοί λεηλάτησαν το δουκάτο του Αιγαίου και την Εύβοια, άρπαξαν γυναίκες, άνδρες και ζώα, ενώ προέβησαν και σε παράνομη διακίνηση ανθρώπων ως δούλων (δουλεμπόριο). Ουσιαστικά, η απότομη εμφάνιση των Καταλανών δε διατάραξε ριζικά την κοινωνική πραγματικότητα των νησιών του Αιγαίου, εφόσον δεν υπήρξε ένα οργανωμένο σχέδιο κατάκτησης και εγκατάστασης σε αυτά, παρά μόνο η παροδική εκμετάλλευσή τους και η αποκόμιση κέρδους με κάθε δυνατό τρόπο.
Το Κάστρο της Πάρου στην Παροικιά (κτίστηκε το 1260 υπό τον Άγγελο Σανούδο από αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη ναών και ιερών), αποτέλεσε τη μοναδική αποτελεσματική λύση για την αντιμετώπιση των εχθρών και προστασία των Βενετών κατακτητών, καθώς φρόντισαν να κτίσουν τις οικίες τους μέσα στα ανάκτορα, χρησιμοποιώντας κατάλοιπα των αρχαίων μνημείων. Από τα τείχη σώζονται το νότιο και το ανατολικό τμήμα (ύψους 4-6 μέτρων) κι ο αμυντικός βορειοανατολικός πύργος, που προστάτευε την πύλη. Ο λόγος της επιλογής της συγκεκριμένης τοποθεσίας υπήρξε η στρατηγική θέση κοντά στο λιμάνι της Πάρου για την άμεση δράση στην περίπτωση πειρατικών καταδρομών, αλλά και ο υψωμένος λόφος και οι πυκνοκατοικημένες οικίες, που δεν επέτρεπαν την εύκολη πρόσβαση στον εχθρό. Από την κορυφή του λόφου είναι ορατή η θαλάσσια έκταση τόσο προς το βορρά όσο και προς το δυτικό άνοιγμα του κόλπου. Ταυτόχρονα, όμως, ο οικισμός δε γίνεται εύκολα διακριτός από τη θάλασσα, παρά την κοντινή του θέση στο λιμάνι, δίνοντας έτσι το πλεονέκτημα στους ντόπιους να ανταπεξέλθουν άμεσα στην πειρατική απειλή.
Επιπλέον, η Πάρος διαθέτει παραπάνω από ένα αξιόλογα λιμάνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Νάουσας. Η Νάουσα, στο βορρά του νησιού, στο παρελθόν υπήρξε το βασικό «λιμάνι των πειρατών», ένα ανεξέλεγκτο καταφύγιο με συχνές επιδρομές από τους εχθρούς των Βενετών. Το μειονέκτημα του λιμανιού της οφείλεται στους χαμηλούς λόφους και στο φυσικό αποκλεισμό από το πέλαγος, με αποτέλεσμα να μην ταράζεται η θάλασσα από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και να διευκολύνεται η πρόσβαση στο νησί. Στις αρχές του 15ου αιώνα κτίστηκε μία οχύρωση εξελιγμένης μορφής, δηλαδή ένα πέτρινο περίφραγμα και λιμενοβραχίονες στο βόρειο τμήμα, ενώ στη συνέχεια στην είσοδο του λιμανιού κτίστηκε ένας στρογγυλός πύργος για τη μεγαλύτερη οχύρωσή του. Η δόμηση του οχυρού κατάφερε να περιορίσει ως ένα βαθμό την ερήμωση της Πάρου και να ελέγξει σε μεγαλύτερο βαθμό τη ναυτική κίνηση στο βόρειο τμήμα του νησιού. Ωστόσο, δεν περιορίστηκε η δραστηριότητα των πειρατών, καθώς οι δυνάμεις του περιβόητου ναυάρχου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και οι πειρατικές του ενέργειες εξαντλούσαν τον ελληνικό πληθυσμό των νησιών, τα οποία και χρησιμοποιούσε για την κατάστρωση σχεδίων και για το στήσιμο των όπλων του.
Σήμερα στην Πάρο πραγματοποιούνται μεγάλα γλέντια τον Αύγουστο, με χαρακτηριστικό το «Πανηγύρι των Πειρατών». Αποτελεί ένα δρώμενο, κατά τη διάρκεια του οποίου το νησί «πλημμυρίζει» με κόσμο. Οι Παριανοί, αναβιώνοντας αυτό το έθιμο, ανατρέχουν πίσω στο χρόνο, για να παρουσιάσουν την «πειρατική κληρονομιά» του νησιού. Συγκεκριμένα, διοργανώνουν αναπαράσταση της επιδρομής του Μπαρμπαρόσα και των πειρατών του στη Νάουσα το 1537, όταν οι άντρες του κουρσάρου έκλεψαν τις γυναίκες των κατοίκων της. Το έθιμο της αναπαράστασης της πειρατικής επιδρομής ξεκίνησε το 1965 από μία παρέα Ναουσαίων, ενώ το 1985 μεταφέρθηκε στο μεγάλο λιμάνι, λόγω της μεγάλης προσέλευσης των επισκεπτών. Για την αναβίωση του εθίμου, η εθελοντική ομάδα «Κουρσάροι», που αναλαμβάνει τη διοργάνωση, μεταμορφώνεται σε «πειρατές» και περνά με καΐκια στην απέναντι πλευρά του κόλπου της Νάουσας. Όταν φτάσουν στο λιμάνι, οι εθελοντές κάνουν «επιδρομή» στα στενά του χωριού, διεκδικούν τις νέες γυναίκες και οι ντόπιοι αντεπιτίθενται και καταφέρνουν να νικήσουν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Ντούρου-Ηλιοπούλου Μ, Οι Καταλανοί στις Κυκλάδες τον 14ο αιώνα- Τόμος ΙΔ, ΕΕΚΜ, 1993, σσ. 227-232
Φιλίππα-Αποστόλου Μ., Μικροί οχυρωμένοι οικισμοί του Αιγαίου: στα ίχνη της ιστορικής τους ταυτότητας, Αθήνα, εκδ. Ερρίνη, 2000, σσ. 33, 80-81
Μπελαβίλα Ν., Λιμάνια και οικισμοί στο αρχιπέλαγος της πειρατείας 15ος-19ος αι., Αθήνα, εκδ. Οδυσσέας, 1997, σ. 9
Ματιές στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία της Πάρου, Περιοδικό Παριανά, Αθήνα, τ. 68, 1998, σ. 26 (από ομιλία που πραγματοποιήθηκε στα Μάρμαρα στις 20 Αυγούστου 1997, στο πλαίσιο των «Επιστημονικών Συναντήσεων» που είχε διοργανώσει ο Σύνδεσμος Μαρπησσαίων και Αρχιλοχιτών Πάρου)
Αλιφέρη Κ. Χ., Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα – ο τρομερός κουρσάρος και τούρκος ναύαρχος», Περιοδικό Παριανά, Αθήνα, τ. 13, 1983, σσ. 162-164
*Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε από τον φορέα Offline Post (Δείτε το εδώ)