Πληγωμένη από την απώλεια της κόρης της, αλλά ανίκητη στην αποφασιστικότητά της, η Μαρία Καρυστιανού, πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων Θυμάτων της τραγωδίας στα Τέμπη, μίλησε στην εκπομπή «Οι ειδήσεις… αλλιώς» του Νίκου Ραγκούση Λαουτάρη.
Η κ. Καρυστιανού απέρριψε κατηγορηματικά τον όρο «ατύχημα» και μίλησε για «προδιαγεγραμμένο έγκλημα». Διευκρίνισε ότι το έγκλημα αυτό δε γεννήθηκε στη μοιραία νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου, αλλά ήταν βόμβα φυτεμένη στη μακροχρόνια εγκληματική αμέλεια και στη συνειδητή μη υλοποίηση του βασικού συστήματος ασφαλείας «717».
«Δεν νοείται να μιλάς για ένα μαζικό μέσο μεταφορές και να μην μιλάς για συστήματα ασφαλείας», αναφέρει με πικρία, υπογραμμίζοντας ότι όλες οι κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως χρώματος, συνέβαλαν σε αυτό το έγκλημα παραλείψεως.
Το πρόβλημα, όπως λέει, είναι βαθύτερο: Ένα διεφθαρμένο σύστημα αμοιβαίας κάλυψης, όπου «όλοι συγκάλυπταν όλους».
Πολιτικοί και υπεύθυνοι φορείς, προστατευμένοι από ένα απρόσβλητο αίσθημα ατιμωρησίας από το 1986 και έπειτα, ενεργούσαν με την ηθική της ασφάλειας ότι ποτέ δε θα λογοδοτήσουν.
Ωστόσο, η τραγωδία των Τεμπών δε σταμάτησε στη σύγκρουση. Η κ. Καρυστιανού περιγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν ως μια «δεύτερη τραγωδία» – την τραγωδία της συγκάλυψης.
Αναφέρεται στη «τεράστια πυρόσφαιρα» που, κατά τους ειδικούς, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη σύγκρουση δύο ηλεκτρικών αμαξοστοιχιών, υπονοώντας την ύπαρξη εύφλεκτων υλικών.
Επισημαίνει το «μπάζωμα» των ευθυνών, που έγινε «με εντολή πολιτική», και το μυστηριώδες «χαμό» των κρίσιμων βίντεο ασφαλείας. Το ότι χάθηκαν τα βίντεο σημαίνει πως τα βίντεο έδειχναν κάτι», σχολιάζει. Το ερώτημα που αφήνει να κρέμεται στον αέρα είναι βαρύ: Τι ήταν τόσο σημαντικό που χρειαζόταν να εξαφανιστεί;
Η απάντηση της κοινωνίας: Μια ασπίδα αλληλεγγύης
Απέναντι σ’ αυτό το τεράστιο μηχανισμό συγκάλυψης, η απάντηση της ελληνικής κοινωνίας ήταν η μόνη πηγή δύναμης για τους πενθούντες.
Η Μαρία Καρυστιανού εκφράζει τη βαθιά της ευγνωμοσύνη για τις «μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις» και την αδιάλειπτη στήριξη εκατομμυρίων πολιτών. Αυτή η συμπαράσταση, όπως εξηγεί, δεν είναι απλώς ένα ηθικό εφόδιο. Είναι μια ενεργή ασπίδα.
«Δεν μας δίνει απλά δύναμη και κουράγιο να συνεχίσουμε τον αγώνα μας. Φοβίζει και το σύστημα», δηλώνει.
Ο μηχανισμός που, κατά τον ισχυρισμό της, προσπαθεί να τους διασπάσει και να τους αποδυναμώσει με διάφορες μεθόδους, βρίσκει αντίπαλο το μέτωπο της λαϊκής βούλησης.
Αύριο στις 12 το μεσημέρι, η πλατεία Μαντώ Μαυρογένους στην Παροικιά, που αναμένεται να γεμίσει πάλι κόσμο, είναι μόνο ένα από τα πολλά θέατρα αυτής της εντυπωσιακής κοινωνικής επανάστασης.
Η αγωνία της δικαστικής διαδικασίας και οι ευρωπαϊκοί αγώνες
Η κ. Καρυστιανού είναι ρεαλιστικά απαισιόδοξη για τη δικαστική διαδικασία. Χαρακτηρίζει την ανάκριση «κλεισμένη με πάρα πολλά κενά» και προμηνύει μια δίκη που φοβάται πως θα είναι «σικέ» – μια δίκη με λίγους κατηγορούμενους και χαμηλά αδικήματα.
Η ελπίδα για μια ουσιαστική αναδίπλωση βρίσκεται ίσως στις εκταφές και σε νέα, ακάλυπτα ακόμη, στοιχεία.
Παράλληλα, ο αγώνας έχει μεταφερθεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, και εδώ η απάντηση είναι απογοητευτική. Η κ. Καρυστιανού μιλάει για μια υπόθεση που άνοιξε στις Βρυξέλλες για το κράτος δικαίου, η οποία όμως δεν προχωρά.
Αναφέρει μια «εσφαλμένη νομική πρόταση» που οδήγησε στην παραπομπή του θέματος στο ελληνικό κοινοβούλιο – το ίδιο κοινοβούλιο που, κατά την άποψή της, επέβαλε τη «συγκάλυψη».
Η απόφαση να κατηγορηθούν πολιτικοί όπως ο Κώστας Καραμανλής και ο Κώστας Τριαντόπουλος για πλημμέλημα, την χαρακτηρίζει ως «προσβλητική στη μνήμη των ανθρώπων μας».
Από τον πόνο στη δράση
Το πιο δυναμικό μήνυμα της Μαρίας Καρυστιανού είναι η μεταμόρφωση του προσωπικού πόνου σε συλλογική πολιτική συνείδηση. Περιγράφει πώς το πένθος της την οδήγησε σε μια πλήρη αφύπνιση. «Δεν θύμωσα απλά… Για μένα γεννήθηκε κάτι άλλο. Αυτό που μπορώ να το χαρακτηρίσω είναι ότι ναι, έχω αφυπνιστεί».
Αυτή η αφύπνιση σημαίνει την κατανόηση του «διεφθαρμένου συστήματος το οποίο φροντίζει τον εαυτό του και μόνο», και της απόλυτης αδιαφορίας του για τον απλό πολίτη. Από αυτή την κατανόηση γεννήθηκε η απόφαση: «Όχι, εγώ δεν θα το δεχτώ. Δεν θα δεχτώ τη μοίρα μου».
Για αυτόν τον λόγο, απορρίπτει κατηγορηματικά τις κατηγορίες ότι «πολιτικοποιεί» τον αγώνα. «Ο αγώνας μου είναι πολιτικός», δηλώνει ανυποχώρητα.
«Είμαι πολίτης και θα μιλάω για τα δικαιώματά μου… Εάν δεν μιλήσουμε εμείς οι πολίτες, οι πολιτικοί βολεύονται πάρα πολύ καλά. Ο κόσμος έχει καταλάβει ότι η πολιτική κριτική δεν είναι απλώς δικαίωμα, αλλά «υποχρέωση».
Η υπόσχεση της Αλλαγής
Όταν της ζητήθηκε να απευθύνει ένα μήνυμα σε ένα νεαρό παιδί που μεγάλωσε στη χώρα των Τεμπών, η απάντησή της είναι ένα δυναμικό, συγκινητικό μανιφέστο.
Ξεκινά με μια δημόσια, συλλογική συγγνώμη: «Λυπάμαι». Λυπάται για την επικίνδυνη κοινωνία, για τα σχολεία που δε λειτουργούν, για το σύστημα υγείας που «μπάζει από παντού», για τους γονείς που δουλεύουν άπειρες ώρες, για τη φτώχεια, για την απώλεια του ελληνικού πνεύματος.
«Θα φροντίσουμε όλα αυτά να τα αλλάξουμε». Ο στόχος δεν είναι απλώς μια ασφαλής χώρα, αλλά μια χώρα όπου η ζωή δεν είναι μόνο ασφαλής, αλλά «ευχάριστη», «όμορφη» και «αξιοζήλευτη».
Για να επιτευχθεί αυτό, η κ. Καρυστιανού πιστεύει ότι η αλλαγή πρέπει να είναι ριζική. «Πρέπει να αλλάξουν όλα… όχι να βελτιωθούν. Θα πρέπει να γκρεμιστούν και να ξαναχτιστούν. Και αν υπήρχε μία μόνο αρχή από την οποία θα άρχιζε, αυτή θα ήταν η Δικαιοσύνη. Όταν υπάρχει η δικαιοσύνη σε όλους τους τομείς, όλα λειτουργούν πολύ πιο σωστά, πολύ πιο δίκαια».
Ο αγώνας όλων των Ελλήνων
Ο αγώνας για τα Τέμπη, όπως τον οριοθετεί πλέον η Μαρία Καρυστιανού, δεν ανήκει πλέον μόνο στους πενθούντες. Έχει μετατραπεί σε έναν ευρύτερο, εθνικό αγώνα.
«Ο αγώνας για τη δικαίωση των παιδιών θα έρθει μόνο μέσα από μια αλλαγή κατάστασης και τη δημιουργία ενός κράτους δικαίου», δηλώνει. «Επομένως, ο αγώνας πλέον δεν είναι αγώνας ο δικός μας για τα Τέμπη, είναι αγώνας όλων των Ελλήνων προκειμένου να έχουμε ένα κράτος δικαίου».
Η Μαρία Καρυστιανού δεν είναι πλέον απλώς η πρόεδρος ενός συλλόγου θυμάτων. Είναι η φωνή μιας βαθιά πληγωμένης, αλλά αποφασισμένης κοινωνίας που ξύπνησε από τον λήθαργό της και απαιτεί να ζήσει σε μια χώρα όπου η ανθρώπινη ζωή προηγείται των κερδών, και η αλήθεια και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμια, αλλά θεμελιώδη δικαιώματα. Η επίσκεψή της στην Πάρο και η συζήτησή της στο ParosVoice.com δεν ήταν απλώς μια στάση ενημέρωσης, αλλά ένα ακόμη βήμα σε αυτόν τον ιστορικό αγώνα για την ψυχή της Ελλάδας.














































