Αρχική Business Η Μελισσοκομία στην Πάρο

Η Μελισσοκομία στην Πάρο

68
????

Ας ξεκινήσουμε από τον ορισμό για το τί είναι μέλι. «Μέλι είναι η γλυκαντική ουσία την οποία παράγουν τα έντομα μέλισσες». Προϊόν μεγάλης διατροφικής αξίας διότι μέσα σε μικρή ποσότητα, συγκεντρώνονται πάρα πολλά ιχνοστοιχεία που είναι ωφέλημα για τον οργανισμό μας, τα οποία για να τα λάβει κάποιος από άλλες τροφές θα έπρεπε να είναι από πολύ μεγαλύτερη ποικιλία και ποσότητα. Κάθε είδος μελιού έχει πέραν των βασικών και άλλου είδους ιχνοστοιχεία ή φαρμακευτική αξία.

Τη διατροφική αξία του μελιού από αρχαιοτάτων χρόνων την είχε κατανοήσει ο άνθρωπος και για αυτό και ασχολήθηκε με τη μελισσοκομία.

Για την Πάρο, δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες μας να λάβουμε πληροφορίες ως σύλλογος, εάν από τα αρχαία χρόνια, η αρχαιολογική σκαπάνη είχε φέρει στο φως κάτι που να μας παραπέμπει χρονολογικά, αν και πότε οι άνθρωποι του νησιού ασχολούνταν με την μέλισσα δυστυχώς δεν λάβαμε κάποια απάντηση.

Η ενασχόληση των Παριανών με τη μέλισσα σύμφωνα με διηγήσεις παλαιότερων εκτιμάτε ότι ξεπερνά τα 250 χρόνια.

Αρχικά έπρεπε να βρουν χώρο (σπίτι δηλαδή) για να φιλοξενήσουν την αποικία της μέλισσας και να την φροντίσουν. Έτσι διαμορφώνουν εσωτερικά με κάποιο σχετικό βάθος, στις κλίμακες των αγροκτημάτων τους με τις κατάλληλες πέτρες (πλάκες κυρίως), τα μελισσόσπιτα, τα οποία έκλειναν από το επισκέψιμο μέρος με κατάλληλη πλάκα αφήνοντας οπές για αερισμό και την κυκλοφορία των μελισσών.

Αυτά είναι τα λεγόμενα κτιστά υψέλια. Πολλά τέτοια υπάρχουν ακόμα σε ορισμένους αγρούς της Πάρου, τα περισσότερα δυστυχώς έχουν καταστραφεί από τον οργασμό της ανοικοδόμησης.

Η μελισσοκομία με τη συγκεκριμένη μέθοδο δεν απέδιδε μεγάλες ποσότητες μελιού, ασκούνταν σε οικιακό επίπεδο και χρησιμοποιούνταν για ανταλλαγή με άλλα προϊόντα όπως τα εκτιμούσαν εκείνη την εποχή.

Στη συνέχεια και κυρίως από τις αρχές του 1900, οι Σιφναίοι γυρολόγοι, «κανατάδες» όπως τους έλεγαν, κατασκεύαζαν και πουλούσαν στην Πάρο τα λεγόμενα «πήλινα» υψέλια, τα οποία και αυτά τα τοποθετούσαν στις εσοχές των τοίχων στα κτήματα τους, με σκοπό να προφυλάξουν το λιώσιμο των κηρηθρών από την προσβολή της ηλιακής ακτινοβολίας το καλοκαίρι.

Με αυτούς τους τρόπους, με τις «εγχώριες» κυψέλες όπως ονομάζονται, ασκήθηκε η μελισσοκομία μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Μετά οι εγχώριες κυψέλες χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα με την ευρωπαϊκή ξύλινη κυψέλη (την γνωστή τύπου Dadant) όπου πλέον έχει επικρατήσει και χρησιμοποιείται μέχρι και τις μέρες μας.

Η αλλαγή πορείας και η παύση της χρήσης των εγχώριων κυψελών έγινε διότι, οι δύο τύποι παρουσίαζαν κάποια μειονεκτήματα. Το πρώτο, ίσως και το κυριότερο, είναι ότι τον έλεγχο τον είχε κυρίως η μέλισσα και όχι ο μελισσοκόμος, ο οποίος περιοριζόταν απλά ως επισκέπτης και δεν μπορούσε να κάνει κανένα χειρισμό. Το δεύτερο ήταν ο τρύγος, διότι τα μελίσσια προκειμένου να τρυγηθούν, αφαιρούνται όλες οι κηρήθρες με το μέλι, απαλλαγμένες φυσικά από τις μέλισσες, και στη συνέχεια μέσω της συμπίεσης έβγαζαν το μέλι, είτε με τα χέρια τους ή άλλο τρόπο σύσφιξης. Αυτό κάθε χρόνο έβαζε τις μέλισσες στην διαδικασία να ξαναχτίζουν τις κηρήθρες.

Από την άλλη πλευρά όμως υπήρχε και ένα πλεονέκτημα, το οποίο ήταν ότι δεν μπορούσαν οι μέλισσες να μετακινηθούν από την Πάρο, και έτσι επικρατούσε μόνο μια φυλή, η κυπριακή όπως εικάζουν οι επιστήμονες.

Η ευρωπαϊκή κυψέλη, έδωσε άλλο αέρα στους μελισσοκόμους, γιατί πλέον τους επέτρεπε να κάνουν τους κατάλληλους χειρισμούς σε κάθε επιθεώρηση και να καθοδηγούν το μελίσσι, στο τι έπρεπε να κάνει. Αυτό τους οδήγησε να δουν την μελισσοκομία επαγγελματικά.

????

Λέγοντας μελίσσι, εννοούμε πάντα μια αποικία μελισσών, η οποία αποτελείται από μία βασίλισσα, εργάτριες και κηφήνες. Ο μελισσοκόμος αναπτύσσει το μελίσσι σε ορόφους και κάθε όροφος εκτιμάτε ότι έχει περίπου 20.000 μέλισσες.

Με τη χρήση της ευρωπαϊκής κυψέλης, άρχισε η μετακίνηση των μελισσιών, από τη στεριανή Ελλάδα στα νησιά, με αποτέλεσμα να μεταφερθούν στην Πάρο και άλλες φυλές, κυρίως η Χαλκιδική, οπότε η ντόπια φυλή της κυπριακής αναμείχθηκε με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον.

Αυτές οι μετακινήσεις όμως έφεραν μαζί και ένα πολύ σοβαρό εχθρό για τα μελίσσια, το άκαρι Βαρρόα, το οποίο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα αποδεκάτισε σχεδόν όλα τα μελίσσια στην Πάρο. Τότε ήταν άγνωστο, όχι μόνο στην Πάρο, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, πιάνονταν μάλιστα απροετοίμαστη και την επιστημονική μελισσοκομική κοινότητα, η οποία έπρεπε να δράσει άμεσα και να δώσει οδηγίες αντιμετώπισης σε όλους τους μελισσοκόμους.

Αυτό έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη δημιουργίας συλλογικών οργάνων τα οποία θα κατευθύνουν τους μελισσοκόμους συντονισμένα στην αντιμετώπιση της Βαρροϊκης ακαρίασης των μελισσών.

????

Την κίνηση αυτή έκανε ο τότε γεωπόνος, Ιωάννης Καλλίθρακας, δημιουργώντας τον Μελισσοκομικό Σύλλογο Πάρου το έτος 1986. Από τότε η μελισσοκομία της Πάρου παίρνει την ομαδική της μορφή η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Ο Μελισσοκομικός σύλλογος μέχρι και σήμερα έχει διοικηθεί από ικανότατους προέδρους και συμβούλια, τα οποία έχουν συμβάλει τα μέγιστα για την επιμόρφωση των μελισσοκόμων μέσω σεμιναρίων, φέρνοντας στην Πάρο καταξιωμένους καθηγητές, κορυφαίους επιστήμονες της μελισσοκομίας από όλη την Ελλάδα.

Αυτό είναι αναγκαίο πλέον να γίνεται, γιατί η μελισσοκομία αλλάζει συνεχώς, πάντα προς όφελός των καταναλωτών, και οι μελισσοκόμοι πρέπει να είναι ενήμεροι.

Στη συνέχεια υπήρξε η ανάγκη κατεύθυνσης της μελισσοκομίας από συμβατική σε βιολογική, ένα μεγάλο εγχείρημα, γιατί αλλάζει ο τρόπος άσκησης της. Ορισμένοι μελισσοκόμοι στην Πάρο έχουν ενταχθεί στον βιολογικό τρόπο άσκησης και ελπίζουμε ότι θα ακολουθήσουν και άλλοι.

Ο Μελισσοκομικός σύλλογος σήμερα απαριθμεί περίπου 50 μέλη με 1300 κατεχόμενες κυψέλες. Υπάρχουν όμως και αρκετοί μελισσοκόμοι, όχι επαγγελματίες, που δεν είναι μέλη του συλλόγου. Υπολογίζεται περίπου ότι οι κυψέλες αυτές είναι περίπου στις 700 συνολικά με την παραγωγή τους να είναι για οικιακή χρήση.

Το μέλι που παράγεται στην Πάρο είναι κυρίως το θυμαρίσιο. Είναι μέλι εκλεκτό και ξεχωριστό, πλούσιο σε αρώματα και ιχνοστοιχεία, μάλιστα έχει λάβει διακρίσεις από ορισμένους μελισσοκόμους του νησιού.

Η συνολική ποσότητα μελιού που παράγονταν την δεκαετία του 1990, ήταν περίπου 10 τόνοι. Εκ τότε η ποσότητα αυτή είναι σταδιακά μειούμενη για τους παρακάτω λόγους.

• Η εκτός σχεδίου δόμηση, χωρίς κανένα ουσιαστικό νομικό πλαίσιο για την προστασία του τοπίου και της τοπικής πανίδας, έχει οδηγήσει στην αποψίλωση των θυμαρότοπων χωρίς να υπάρχει κανένας σεβασμός.

• Η χρήση νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων, η οποία γινόταν αλόγιστα και σε λάθος ώρα της ημέρας, οδήγησε σε σημαντική μείωση του πληθυσμού των μελισσών. Δυστυχώς σήμερα παρόλο που έχουν απαγορευτεί, παρανόμως γίνεται ακόμα χρήση τους. Για να καταλάβει κάποιος υπολείμματα τους παραμένουν στο φυτό για περίπου 1200 ημέρες από την εφαρμογή τους.

• Η κλιματική αλλαγή, με τις ανομβρίες και τους καύσωνες άνω των 36 βαθμών κελσίου καταστρέφουν κάθε ανθοφορία, με αποτέλεσμα οι μέλισσες να μην έχουν υλικό να μαζέψουν.

Κλείνοντας θα πρέπει όλοι να καταλάβουμε, ότι βοηθώντας τις μέλισσες να επιβιώσουν, στην ουσία βοηθάμε τους εαυτούς μας, γιατί οι μέλισσες είναι ο κύριος επικονοιαστής των φυτών, και εκτιμάται ότι πραγματοποιούν το 60 – 70% των επικονιάσεων. Αυτό σημαίνει ότι η εξαφάνιση της ή η μείωση της θα οδηγήσει σε διαταραχές της τροφικής μας αλυσίδας.

Άγγελος Πιτσικάλης

Πρόεδρος Μελισσοκομικολυ Συλλόγου Πάρου

deya-parou

bluestarferries

jmconstructions